- ἐργολάβεια
- ἐργολάβ-εια [pron. full] [ᾰ], ἡ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εργολάβεια — ἐργολάβεια, ἡ (Α) 1. κερδοσκοπία («ἁμαρτωλός διώκων ἐργολαβείας ἐμπεσεῑται εἰς κρίσεις», ΠΔ) 2. εκμετάλλευση ανθρώπου, κερδοσκοπία σε βάρος άλλου … Dictionary of Greek
ἐργολάβεια — making profit out of fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργολαβείας — ἐργολαβείᾱς , ἐργολάβεια making profit out of fem acc pl ἐργολαβείᾱς , ἐργολάβεια making profit out of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργολάβειαν — ἐργολάβεια making profit out of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)